- γηροκομώ
- γηροκόμησα, φροντίζω γέρο: Μεταβίβασε την περιουσία του στον ανιψιό του, με αντάλλαγμα εκείνος να τον γηροκομήσει.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γηροκομώ — γηροκομώ, γηροκόμησα βλ. πίν. 73 και πρβλ. γηροκομάω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
γηροκομώ — και γεροκομώ ( άω) (AM γηροκομῶ, έω) [γηροκόμος] φροντίζω γέροντες και κυρίως τους γονείς μου … Dictionary of Greek
γηροκομῶ — γηροκομέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) γηροκομέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γηροκόμῳ — γηρόκομος tending old age masc/fem/neut dat sg γηροκόμος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγηροκόμητος — και αγεροκόμητος, η, ο (Μ ἀγηροκόμητος, ον) [γηροκομῶ] αυτός που δεν τόν περιποιούνται ή δεν τόν περιποιήθηκαν με στοργή στα γηρατειά του … Dictionary of Greek
γεροκομώ — και γεροκομάω βλ. γηροκομώ … Dictionary of Greek
γηροκομείο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 98 κάτ.) του νομού Κοζάνης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Κοζάνης. * * * και γεροκομείο και γηροκομείο και γεροκομειό, το (Μ γηροκομεῑον και γηροκομειόν) οίκημα όπου διαμένουν και περιθάλπονται γέροντες. [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
γηροτροφώ — ( έω) (AM γηροτροφῶ) [γηροτρόφος] γηροκομώ … Dictionary of Greek
γηρωκομώ — ( έω) (Α) βλ. γηροκομώ … Dictionary of Greek
γεροκομώ — → δες γηροκομώ … Τα ρήματα της νέας ελληνικής